- ἐχέτλιον
- ἐχέτλιον, τό, der Behälter, bes. Fischbehälter; ein Behältnis im Schiffe
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εχέτλιον — ἐχέτλιον, τὸ (Α) [εχέτλη] 1. το άντλον* (ή άντλος*) τού πλοίου, δηλ. το εσωτερικό κοίλο τού πλοίου, όπου συρρέει το θαλάσσιο νερό που εισέρχεται από τις ρωγμές 2. συνεκδ. το νερό που συγκεντρώνεται στον πυθμένα τού πλοίου … Dictionary of Greek
ἐχέτλιον — hold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχετλίου — ἐχέτλιον hold neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)